καταρρέει

καταρρέει
καταρρέω
flow down
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
καταρρέω
flow down
pres ind act 3rd sg (epic ionic)
καταρρέω
flow down
pres ind mp 2nd sg (epic ionic)
καταρρέω
flow down
pres ind act 3rd sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Αριστοτέλης — I (Στάγειρα Χαλκιδικής 384 π.Χ. – Χαλκίδα 322 π.Χ.).Φιλόσοφος. Γιος του Νικόμαχου, προσωπικού γιατρού του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ’, ορφανός από πολύ νωρίς, ανατρέφεται από τον Πρόξενο τον Αταρνέα. Το 367 π.Χ., σε ηλικία δεκαεπτά ετών,… …   Dictionary of Greek

  • εκφυλισμένη ύλη — Ύλη σε πολύ πυκνή κατάσταση που μπορεί να εξασκήσει πίεση εξαιτίας κβαντομηχανικών φαινομένων. Η ε.ύ. βρίσκεται στους λευκούς νάνους και στους αστέρες νετρονίων των οποίων η απομένουσα μάζα, μετά την έκρηξη, έχει πυκνότητα της τάξης των… …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • βαρύτητα — Η δύναμη έλξης που ασκείται από το γήινο δυναμικό πεδίο. (Φυσ.) Β. ονομάζεται η ιδιότητα όλων των υλικών σωμάτων να έλκονται από τη Γη. Η έλλειψη β. στο εσωτερικό των τεχνητών δορυφόρων εμφανίζεται γιατί ο δορυφόρος μπορεί να θεωρηθεί ως σώμα που …   Dictionary of Greek

  • επίφυση — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει βάρος 100 180 γρ., σχήμα κωνικό, σαν καρπός πεύκου, και βρίσκεται στη μέση του εγκεφάλου, στο πίσω μέρος του, στην οροφή της τρίτης κοιλίας. Παρομοιάζεται με φράγμα που συγκρατεί τις σεξουαλικές ορμόνες. Όταν… …   Dictionary of Greek

  • ευκατάπτωτος — εὐκατάπτωτος, ον (Α) 1. αυτός που καταπίπτει, που καταρρέει εύκολα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐκατάπτωτον το να καταπίπτει κάτι εύκολα («δεῑξαι αὐτῶν τὸ εὐκατάπτωτον», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα πτωτος (< κατα πίπτω), πρβλ. α κατά… …   Dictionary of Greek

  • ευσύμπτωτος — εὐσύμπτωτος, ον (Α) αυτός που πέφτει, που καταρρέει εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συμ πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • Αμπούλ Αμπάς, Αμπντ Αλλάχ — (; 754). Πρώτος χαλίφης (750 54) της δυναστείας των Αββασιδών, που διαδέχτηκε τους Ομεϊάδες. Ήταν απόγονος του Αλ Αμπάλ, θείου του Μωάμεθ, από τον οποίο πήρε το όνομά της η δυναστεία των Αββασιδών. Ο Α.Α. υποστήριξε την εξέγερση ενάντια στους… …   Dictionary of Greek

  • Αντίοχος — I Όνομα βασιλιάδων της Συρίας, από το γένος των Σελευκιδών. 1. Α. Α’ ο Σωτήρ (325/4 – 262/1 π.Χ.). Γιος του Σέλευκου και της Απάμας. Το 294 τον διόρισε o πατέρας του συμβασιλέα και διοικητή των σατραπειών που βρίσκονταν πέρα από τον Ευφράτη. Μετά …   Dictionary of Greek

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”